θάλασσα στη σκάλα

μουσική: θάνος μικρούτσικος                    στίχοι: οδυσσέας ιωάννου

 

1. μικρές νοθείες (με τον θάνο μικρούτσικο)

ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα
και ζει μ' ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα
 
κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ' άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως στη σκάλα
 
βγάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο σου
μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ' τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι
 
είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα 'κανε μία απ' τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει τ' όνειρο χωρίς μικρές νοθείες
 

2. μη φύγεις

μη φύγεις άμα δε γυρίσεις
ψέμα οι χρησμοί του δράματος
δεν έχει τίποτα να λύσεις
όλα ζωή και θάνατος
 
αυτό που νιώθω όταν γελάω
εσύ το νιώθεις όταν κλαις
κι όσα με ζόρια εγώ περνάω
εσύ τα βλέπεις αμμουδιές
 
μονάχα αυτό κατάλαβα
απ' όλο το ταξίδι
πως όσο αλλάζουμε ζωή
τόσο μένουμε ίδιοι
 
δεν έχω κάτι να σου πω
τι να σου εξηγήσω
νύχτα με παίρνουν τα όνειρα
νύχτα με φέρνουν πίσω
 
τα καλοκαίρια μόνο ξέρουν
να μας γλυκαίνουν τους καιρούς
κι όσα τα δυο μας μάτια θέλουν
αυτά μας κάνουν κυνηγούς
 
τώρα τα βλέπω όλα απλά
σαν αλητάκος σκύλος
όπως γελάνε τα παιδιά
και όπως σκάει ο ήλιος
 

3. έφηβα γεράκια

κρυφτήκανε στη μουσική να βρούνε τη γεννιά τους
τα ρούχα κόμποι ερωτικοί στα άλυτα κορμιά τους
απ' τα σχολεία βγήκανε και μπήκαν στα μπαράκια
στους τοίχους χτυπηθήκανε τα έφηβα γεράκια
 
απόψε ανοίξανε με το θεό παρτίδες
τα χέρια τους απλώσανε σαν δίκοπες λεπίδες
και στου ζεϊμπέκικου τον ανοιχτό σταυρό τους
απόψε πέρνουνε κεφάλια στο χορό τους
 
κράτα ρε φίλε γερά
κράτα ρε φίλε γερά
 
στον πρώτο τους τον έρωτα πήραν φωτιά καήκαν
έναν αχέροντα κολύμπησαν και βγήκαν
στο πρώτο αίμα τους τη μάνα τους τρελλάναν
στην πρώτη αγάπη τους σαν ήρωες πεθάναν
 
πονέσανε τα μάτια τους όνειρα να θυμούνται
φωτιά στα τσιγαράκια τους γιατί τώρα φοβούνται
ποιου τραγουδιού η μοναξιά μπορεί να σε γλιτώσει
ποιου κοριτσιού η σκοτεινιά πάλι θα σε σκοτώσει
 
κράτα ρε φίλε γερά
κράτα ρε φίλε γερά
 
στον πρώτο τους τον έρωτα πήραν φωτιά καήκαν
έναν αχέροντα κολύμπησαν και βγήκαν
στο πρώτο αίμα τους τη μάνα τους τρελλάναν
στην πρώτη αγάπη τους σαν ήρωες πεθάναν
 
κράτα ρε φίλε γερά
κράτα ρε φίλε γερά
κράτα ρε φίλε γερά
κράτα ρε φίλε γερά
 

4. η ζωή των άλλων

οι τοίχοι γέμισαν αλμύρα
τα κλάματά σου είναι παντού
κάτι σου είπα για τη μοίρα
και μου 'πες η ζωή είναι αλλού
 
σε παίρνει πάλι η θάλασσα των δυνατών σινιάλων
κι εγώ σου λέω πως αλλού είναι η ζωή των άλλων
 
πάλι μιλάς για ξένους τόπους
λες κι έχεις κι άλλη μια ζωή
πάλι χαμένοι μες στους τρόπους
να γίνονται όλα απ' την αρχή
 
τα φώτα μη σε  κλέβουνε των πλοίων των μεγάλων
αυτή για μας είναι η ζωή η άλλη είναι των άλλων
 

5. πιτσιρικάς

και τίποτά άλλο δε θυμάμαι να 'χω ζήσει
που να 'χει μέλι από σκουριά στην άκρη του σβησμένο
όσο όταν στέκομαι στα πόδια μου μετά από μεθύσι
και να με πάρεις αγκαλιά στο δρόμο περιμένω
 
θέλω να δω τ' άσπρο του κόσμου
μέσα απ' τα μάτια ενός πιτσιρικά
να ημερέψω λίγο φως μου
κι όταν θα γεννηθεί ο γιος μου
θα μου τα μάθει της ζωής τα μαγικά
 
και ξόδεψα και μοίρασα και μάλλον ξεχρεώνω
μια στοίβα χρόνια ασθενικά με μια αγκαλιά σκουπίδια
άλλα να θέλω σαν τρελλός και μ' άλλα να ματώνω
φυγές να σκάβω μες στη γη και να γυρνώ στα ίδια
 

6. κράτα λίγο ακόμα

ένα ελάφι έσκυψε σε δροσερή πηγή
κι ένα κορίτσι ξάπλωνε σε κρύα πεζοδρόμια
το ελάφι το σκοτώσανε δυο ξένοι κυνηγοί
και στο κορίτσι χύμηξαν αγέλες από χρόνια
 
ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
 
μία γοργόνα πέταγε στα κύματα γυμνή
κι ένα κορίτσι πήγαινε ελιές σ' ένα μαντήλι
την πρώτη την καρφώσανε σε πλώρη με σπαθί
και οικοδόμοι χτίσανε την κόρη σε γεφύρι
 
ξέρω καλά τι πέρασες
βλέπω σκιές στο σώμα
ξέρω νιώθεις πως γέρασες
μα κράτα λίγο ακόμα
 
μία  νεράιδα έπλενε ρούχα σε φυλακή
κι ένα κορίτσι ήτανε λίμνη σ' αρχαίους χάρτες
η πρώτη έβγαλε φτερά και γύρισε τη γη
και το κορίτσι έγινε θεά σε μετανάστες
 

7. γιατί να μην κεράσω

ίσως να έγινα κι εγώ ό,τι ακριβώς μισούσα
να φτήνω γέλια ψεύτικα να βγάζω το καπέλο
χειροκροτώντας δυνατά αυτά που δε μασούσα
και να πουλάω παρηγοριές πίσω από μαύρο βέλο
 
μπορεί να έμοιασα κι εγώ σ' αυτούς που κυνηγούσα
να στήνω δόκανα παντού να μη σε πλησιάζουν
να κάνω κόλπα πονηρά για τα δικά σου λούσσα
αλλά να βγάζω το σκασμό όταν θα σε βιάζουν
 
μπορεί να πούλησα κι εγώ κάτι απ' την ψυχή μου
αφού μου τη ζητήσανε γιατί να μην κεράσω
μόνο που είχα πρόβλημα αν ήταν στην τιμή μου
ή μου την κλέψανε κι αυτή μ' ένα κρυμμένο άσο
 
μπορεί να φίλησα κι εγώ εκεί που είχα φτύσει
και να δικαιολογήθηκα πως ήμουν υπεράνω
δήθεν κακίες δεν κρατώ κι ας μ' έχετε φυσήξει
σαν το κεράκι το ροζέ στην τούρτα πάνω-πάνω
 

8. το τρένο γ '96

το τρένο ερχόταν απ' το βορρά
στο νότο πήγαινε στην αθήνα
σφύριζε πάντοτε μία φορά
κι εμείς μετρούσαμε κι άλλο μήνα
 
με τα παράθυρα φορτισμένα
σαν φιλμ που τρέχει και δείχνει εσένα
ξένος στους ξένους βία εφηβείας
σινεμασκοπ της επαρχίας
 
είκοσι μέτρα απ' το σύρμα
και μια ζωή απ' τη ζωή
ο χάρης βλέπει το φως σαν κύμα
ή να πνιγεί ή να καεί
 
μέσα στα μάτια του σέρνονται τρένα
υγρά βαγόνια αλμυρισμένα
κι αποφασίζει να φύγει νύχτα
ψυχούλα μου άρρωστη απόψε ρίχτα
 
σα να περνάει από ναρκοπέδιο
εκεί που φτύνουνε οι σκοποί
ο χάρης σαν κινούμενο σχέδιο
ανατινάζεται κι όμως ζει
 
τρεις μέρες γλίτωνε τετάρτη έφυγε
μέχρι το σάββατο τον είχαν φέρει
πως το φαντάστηκε σκουπίδι φύτρωνε
στο πρώτο του άψυχο καλοκαίρι
 
μέρες παλεύαμε για να του πάρουμε
ένα του γέλιο να μας γλιτώσει
κανείς δεν το 'λεγε μα όλοι φοβόμασταν
μήπως το τρένο του εμάς σκοτώσει
 
δεν πίστευε πως κάποτε όλα αυτά θα τέλειωναν
βουνά από μερόνυχτα υψώνονταν μπροστά του
μόνος σε μια ζεστή αγκαλιά στο γρήγορο όνειρό του
πήγε να σώσει την καρδιά κι έχασε το μυαλό του
 
σταμάτησε να μας μιλά μόνο τους τοίχους σκάλιζε
και του μυαλού του τάιζε τα άγρια θηρία
πολύ δε θέλει για να δεις το θάνατο στ' αστεία
αυτό το τρένο φίλε μου μεγάλη είναι ιστορία
 
μέσα στα μάτια του σέρνονται τρένα
υγρά βαγόνια αλμυρισμένα
κι αποφασίζει να φύγει νύχτα
ψυχούλα μου άρρωστη απόψε ρίχτα
 
σα να περνάει από ναρκοπέδιο
εκεί που φτύνουνε οι σκοποί
ο χάρης σαν κινούμενο σχέδιο
ανατινάζεται κι όμως ζει
 
μέσα στα μάτια του σέρνονται τρένα
υγρά βαγόνια αλμυρισμένα
κι αποφασίζει να φύγει νύχτα
ψυχούλα μου άρρωστη απόψε ρίχτα
 

9. βασίλισσα

με τα δόντια να κρατάει το θυμό του
απ' τα μάτια του να κρέμονται τα χρόνια
ήρθαν δύσκολοι καιροί μες στο μυαλό του
σε μια κίνηση έχασε όλα του τα πιόνια
ήρθαν δύσκολοι καιροί μες στο μυαλό του
 
η βασίλισσα στη μαύρα πλησιάζει
του γελάει με τα χείλη της κομμάτια
ένα ψέμα ανοίγει και τον αγκαλιάζει
και του δίνει δυο φιλιά στα δυο του μάτια
ένα ψέμα ανοίγει και τον αγκαλιάζει
 
τον φυσάει και σκορπάει τ' άρωμά του
τον χαϊδεύει και τα χρώματά του σβήνει
τον τρυπάει με τη γλώσσα στη καρδιά του
κι όλες του τις αναμνήσεις του τις πίνει
 
μαύρος έρωτας τον παίδευε όλη νύχτα
ό,τι ξόδεψε τα μάζευε αιώνες
το πρωί μια ευχή κρατούσε μες στα νύχια
να μην έρθουν οι επόμενοι χειμώνες
το πρωί μια ευχή κρατούσε μες στα νύχια
 

10. δώσε μου μία αγκαλιά

το τσιγάρο σου στο στόμα
φάρος που φωτίζει ακόμα
για να διώχνει όσους περνούνε
πάνω σου μην τσακιστούνε
 
όσοι το σώμα δίπλωσαν
να μην τους βρουν οι σφαίρες
και πίστεψαν πως γλίτωσαν
τους πέτυχαν οι μέρες
 
δώσε μου μία αγκαλιά
τέτοιο βραδάκι που 'ναι
άμα δεν τρώμε σίδερα
τι θα 'χουμε να πούμε
 
το τσιγάρο σου στο στόμα
φάρος που φωτίζει ακόμα
για να διώχνει όσους περνούνε
πάνω σου μην τσακιστούνε
 
όσες ψυχές κατέλαβες
τόσες ζωές θα ζήσεις
φτηνά το πήρες τ' όνειρο
φτηνά θα το πουλήσεις
 
δώσε μου μία αγκαλιά
τέτοιο βραδάκι που 'ναι
άμα δεν τρώμε σίδερα
τι θα 'χουμε να πούμε
 

11. άνοιξη μπαίνει

άνοιξη μπαίνει μεσημέρι
και ένας ήλιος που σε ξέρει
παίζει στις πλάτες σου
βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι
ούτε ο θεός δε σε γλιτώνει
απ' τις απάτες σου
 
πουλάς στον πάγκο τα όνειρά σου
τα ορφανά ξανθά μωρά σου
να μη σου μείνουνε
τους λες απόψε θα πεθάνω
και όλοι κάτι παραπάνω
στο τέλος δίνουνε
 
ένα τσιγάρο σε ρουφάει
και ως το τέλος θα σε πάει
εδώ τρελλαίνονται
ρίξε στην πόλη τη ματιά σου
και πες μου πόσα είναι δικά σου
απ' όσα φαίνονται
 
ήθελες όλα να τ' αλλάξεις
μα πριν προλάβεις να φωνάξεις
κάποιοι σου γνέφανε
τους πούλησες το σαματά σου
και τώρα μέτρα τα λεφτά σου
και τράβα πέθανε
 
άνοιξη μπαίνει μεσημέρι
και ένας ήλιος που σε ξέρει
παίζει στις πλάτες σου
βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι
ούτε ο θεός δε σε γλιτώνει
απ' τις απάτες σου
απ' τις απάτες σου
απ' τις απάτες σου
 
ήθελες όλα να τ' αλλάξεις
μα πριν προλάβεις να φωνάξεις
κάποιοι σου γνέφανε
τους πούλησες το σαματά σου
και τώρα μέτρα τα λεφτά σου
και τράβα πέθανε
 

12. σκληρό γαλάζιο

πάλι κι απόψε τα ίδια άρχισα
μες στο παράπονο άλλη μια μέρα
σαν μήνας άδικος ό,τι αγάπησα
σαν αύγουστος στην αμοργό όταν σηκώνει αέρα
 
οι όρκοι μου έκτορες στου χρόνου τ' άρματα
γυμνοί να σέρνονται πάνω στο χώμα
γυναίκες μνήμες βάζουν κλάματα
σκύβουν μια τελευταία φορά και με φιλούν στο στόμα
 
δεν έχω όμορφο νησί
κανείς δε θα με ψάξει
ούτε κανά πιστό σκυλί
στα πόδια μου θα κλάψει
 
δεν έφυγα από πουθενά
δεν έχω να ξεχνάω
απ' τη ζωή μου έρχομαι
και στη ζωή μου πάω
 
σκληρό γαλάζιο μ' έχει κυκλώσει
των άγριων φόβων η ερημιά
κι αν απ' τα χέρια σου έχω γλιτώσει
τα μάτια σου με βρίσκουνε και με πονούν ξανά
 
μόνος μου τώρα έμεινα σα χωματένια οδός
οι φίλοι μου ξεχάστηκαν σε μια παλιά ταβέρνα
κι όταν για λίγο πίστεψα πως ήμουνα θεός
πέρασα από κύματα και βράχηκα στη φτέρνα
 
δεν έχω όμορφο νησί
κανείς δε θα με ψάξει
ούτε κανά πιστό σκυλί
στα πόδια μου θα κλάψει
 
δεν έφυγα από πουθενά
δεν έχω να ξεχνάω
απ' τη ζωή μου έρχομαι
και στη ζωή μου πάω
 

13. τα πιο καλά τραγούδια μας

τα πιο καλά τραγούδια μας
τα γράψαμε στο δρόμο
κλωτσώντας άδεια πλαστικά
μ' ένα φιλί στα βιαστικά
τον είδαμε το φόνο
 
τη μέρα να παλεύουμε
με ό,τι μας πεθαίνει
τη νύχτα να γυρεύουμαι
ποιο ρούχο μας πηγαίνει
 
πάνω σε μπάρες με ποτά
ξεχάσαμε τις λέξεις
πως να μου πεις πως μ' αγαπάς
πως να σου πω να αντέξεις
 
φεύγουμε πάντα από παντού
μα τα σημάδια μένουν
στους φίλους λέμε γεια χαρά
και στα παιδιά περαστικά
που κάτι περιμένουν
 

14. καταδότες (και ο θάνος μικρούτσικος)

η μοναξιά σου κρύωσε
τρυπάει τον ώμο
ο χρόνος τελείωσε
μένεις στο δρόμο
 
σε παίρνουνε τα αίματα
γυμνό σε τρώνε
σε κόβουνε τα βλέμματα
της νύχτας μόνε
 
φοράνε τζιν και κόβουν βόλτες
της εποχής μου οι καταδότες
πίνουν ποτά μασάν παγάκια
φτύνουν γυαλλιά μες στα τασάκια
 
και τα όνειρά σου μες στα μάτια σε κοιτάζουν
και σέρνουν κάτι πόθους γερασμένους
μοιάζουν γυναίκες που τους ήρωες αγκαλιάζουν
και τους φορτώνουν στα κρεβάτια ηττημένουν
 
μα όταν θα κλείσεις όταν θα τελειώσεις
όταν διαβάσεις πολλά γραμμένα
θα δεις πως όλα μπορούνε να υπάρχουν
να συννεχίζουν χωρίς εσένα
θα δεις πως όλα μπορούν να υπάρχουν
να συννεχίζουν χωρίς εσένα
 
φοράνε τζιν και κόβουν βόλτες
της εποχής σου οι καταδότες
πίνουν ποτά μασάν παγάκια
φτύνουν γυαλλιά μες στα τασάκια
 
 

θάλασσα στη σκάλα

βασίλης παπακωνσταντίνου

1999

Πίσω