θάνος μικρούτσικος - νικόλας άσιμος

 

θάνος μικρούτσικος

ο σταυρός του νότου, 1979

μουσική: θάνος μικρούτσικος - στίχοι: νίκος καββαδίας

 

1. ένα μαχαίρι

απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο τ' αγόρασα στ' αλγέρι
 
θυμάμαι πως τώρα να 'τανε το γέρο παλαιοπώλη
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του γκόγια
ορθό πλάι σε μαριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια
 
"ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει
 
ο δον βασίλειος σκότωσε μ' αυτό τη δώνα τζούλια
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε
ο δον τ' αντόνιο μια βραδιά τον δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε
 
ένας αράπης στη μικρή ερωμένη του από ζήλια
και κάποιος ναυτής ιταλός σ' ένα γραικό λοστρόμο
χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια
πολλά έχουν δει τα μάτια μου μ' αυτό μου φέρνει τρόμο"
 
σκύψε και δέστο μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει
είναι ελαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις
πόσο έχει; μόνο φράγκα εφτά αφού το θέλεις πάρτο
 
ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο
που η ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου
κι αφού κανέναν δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω
φοβάμαι μην καμμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου
 
σκύψε και δέστο μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει
είναι ελαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις
πόσο έχει; μόνο φράγκα εφτά αφού το θέλεις πάρτο
 

2. ένας νέγρος θερμαστής από το τζιμπουτί

ο γουΐλλυ ο μαύρος θερμαστής από το τζιμπουτί
όταν απ' τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
 
μου 'λεγε πως καπνίζουνε στ' αλγέρι τον καπνό
και στο άναμ πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει
 
μου 'λεγε ακόμα ό,τι είδε αυτός μια νύχτα που είχε πιει
πως πάνω σ' άτι κάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πείσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
"σαν πάμε στον άναμ" μου 'λεγε "κι εσύ θα δοκιμάσεις"
 
εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως ο καπνός τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
 
μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ "ρετσίνα" στη μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια
 
μια μέρα του αφήσανε στίγμα απ' τον πυρετό
πέρα στην άπω ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ τον μαύρο τον καλό συγχώρεσε γουΐλλ'
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη
 

 γραμμές των οριζόντων, 1991

μουσική: θάνος μικρούτσικος - στίχοι: νίκος καββαδίας

1. ένας νέγρος θερματής από το τζιμπουτί

ο γουΐλλυ ο μαύρος θερμαστής από το τζιμπουτί
όταν απ' τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε
 
μου 'λεγε πως καπνίζουνε στ' αλγέρι το χασίς
και στο άναμ πως χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει
 
μου 'λεγε ακόμα ό,τι είδε αυτός μια νύχτα που είχε πιει
πως πάνω σ' άτι κάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πείσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
"σαν πάμε στον άναμ" μου 'λεγε "κι εσύ θα δοκιμάσεις"
 
εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει
 
μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ "ρετσίνα" στη μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια
 
μια μέρα του αφήσανε στίγμα απ' τον πυρετό
πέρα στην άπω ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ τον μαύρο τον καλό συγχώρεσε γουΐλλ'
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη
 

2. federico garcia lorca

ανέμισες για μια στιγμή τον πολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
 
παντιέρες πάγεναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τα χαμνά του
 
του ταύρου ο πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο πορεία προς το βορειά
τράβα μπροστά ξωπίσω εμείς και μη σε μέλει
 
κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότε που σ’ έφεραν κατσίβελε στην πόλια
 
ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω
φέρετε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρρό
 
κοπέλες απ’ το δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για ‘κείνο το στερνό στην κόρδωβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά
 
βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενί δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά

 

3. william george allum

εγνώρισα κάποια φορά σ’ ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενο εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή
 
όλοι έλεγαν μια θλιβερήν πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες απ’ το λαιμό ως τα νύχια
είχε σε κάποιον μακρινό τόπο στιγματιστεί
 
είχε στα μπράτσα του σταυρούς σπαθιά ζωγραφισμένα
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένη είχε
με στίγματα ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή
 
κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ’ άγριαν αγάπη ακράτητη βαθιά κι αληθινή
κι αυτή πως τον απάτησε μα κάποιον ναύτη αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή
 
τότε προσπάθησε αυτός να διώξει απ’ το νου του
την ξωτική που αγάπησε τόσο βαθιά ομορφιά
κι από κοντά του εξάλλειψες ό,τι δικό της είχε
μα έμεινε όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά
 
πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδυα
με βότανα στο στήθος του να τρίβει θερμαστές
του κάκου γνώρισεν αυτός καθώς το ξέρουμε όλοι
ότι του Ανάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές
 
κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το bay of bisky
μ' ένα μικρό τον ωρήκανε στα στήθια του σπαθί
ο πλοίαρχος είπε θέλησε το στίγμα του να σβήσει
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευτεί
 

4. cambay's water

φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι
είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω
ωστόσο οι κάβοι σκου σκληρήναν την παλάμη
 
θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα
οι κούληδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα
 
το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια
μα απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια
την ώρα που 'πες με θυμό θα βγω άλλη μέρα
 
τη νύχτα σου 'πα στο καμπύνι μια ιστορία
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βράχνα φάλτσο η πορεία
 
σαλπάρουμε μας περιμένουν στο μπραζίλι
των προσωπών σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι
ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι
 

νικόλας άσιμος

ο ξαναπές, 1982

μουσική - στίχοι: νικόλας άσιμος

1. πιάστηκα σκοινί κορδόνι

θα σου δώκω μαξιλάρι
να πλαγιάσεις στο σκοτάδι
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
θα σου πλέξω αρεβώνα
να τον έχεις το χειμώνα
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
πιάστηκα σκοινί κορδόνι φεύγω για τα ξένα
βούτηξα στο μακαρόνι αλίμονο σ' εμένα
βούτηξα στο μακαρόνι αλίμονο σ' εμένα
πιάστηκα σκοινί κορδόνι φεύγω για τα ξένα
 
ανασαίνω κι είμαι μοναχός
πιο ξενιτεμένος είμαι άνθρωπος
 
θα σου έχω στ' αεροπλάνο
μπακλαβά απ' το μιλάνο
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
θα σου στείλω με πατίνι
τον πελέ στη μυτιλήνη
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
πιάστηκα σκοινί κορδόνι για να 'ρθω σα σένα
όλα τα μπορεί μα θες ο άνθρωπος στα ξένα
όλα τα μπορεί μα θες ο άνθρωπος στα ξένα
πιάστηκα σκοινί κορδόνι για να 'ρθω σα σένα
 
ανασαίνω κι είμαι μοναχός
πιο ξενιτεμένος είμαι άνθρωπος
 
δέξου στο ταχυδρομέιο
της σχολής μου το πτυχίο
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
να κρεμάσεις μια κορνίζα
στο πλευρό της μόνα λίζα
πω πω πόσο σ' αγαπώ
 
πιάστηκα σκοινί κορδόνι έμπλεξα στα ξένα
άνοιξα σπαγγετερία δε γυρνώ σ' εσένα
άνοιξα σπαγγετερία πλούτισα στα ξένα
βούτηξα στο μακαρόνι αλίμονο σ' εμένα
 
αλίμονο σ' εμένα
αλίμονο σ' εμένα
αλίμονο σ' εμένα
 

στο φαλιμέντο του κόσμου/ γιουσουρούμ, 1992

μουσική - στίχοι: νικόλας άσιμος

1. πας φιρί φιρί

πας φιρί φιρί γυρεύοντας με τα μαύρα σου τα μάτια
δέκα πιάτα στο κεφάλι μου κι άλλα τέσσερα κανάτια
πας φιρί φιρί γυρεύοντας να με κάνεις ν' αγριέψω
έχω και τις πεποιθήσεις μου μα στο τέλος θα στις βρέξω
 
αλλά σώπα και μη μου τη βγαίνεις στην κόντρα
αν βαρούσα κι εγώ δε θα ήσουνα εδώ
έχεις γλώσσα σκληρή που σκοτώνει σαν κόμπρα
κι όσο πείσμα εσύ άλλο τόσο κι εγώ
 
τέτοιος χαλασμός που έγινε κι ήρθαμε ισοπαλία
κι απ' την ταραχή κουνήθηκε όλη η πολυκατοικία
σχολιάζουνε οι γείτονες κι απορρούν κι οι αστυνόμοι
πως οι δυο μας δε χωρίζουμε κι αγαπιόμαστε ακόμη
 
μία τέτοια σκηνή να τη δεις στην οθόνη
μα σαν παίξεις κι εσύ θα σκιστεί το πανί
έχε χάρη που δεν αγαπώ καμμιάν άλλη
κι από τώρα μας κλαίν' και τα ψώνια το σέρν'
 
στα δελτία των ειδήσεων θα με γράψουν σαν σε σφάξω
πας φιρί φιρί μου φαίνεται τη ψυχή σου ν' αναπάψω
μου 'ρθε κρίση και παλάβωσα μη με κάνεις ν' αμαρτήσω
πας φιρί φιρί γυρεύοντας στα μπουντρούμια να σαπίσω
 
αλλά σώπα και μη μου τη βγαίνεις στην κόντρα
θα βαρέσω κι εγώ κι απαιτώ σεβασμό
κι είναι κάτι φορές που φτηνά τη γλιτώνεις
με πέντε-έξι μπουνιές και δυο-τρεις μελανιές
 

2. γιουσουρούμ

ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες και μεντεσέδες κρατάνε τη γη
γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες και στον κουβά τους αράζεις εσύ
αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή αλλάζεις οσμή αλλάζεις σασί
και η ελπίδα μας έχει θαφτεί σαν τον ντορί μες στο παχνί
 
πάγωσε η ψείρα μου και παραπέουσα μ' ένα τικ τακ μου ματώνει τ' αφτιά
όλα με πρόγραμμα όλα στο σχέδιο πρωτοπωλήσαμε τον έρωτα
και θες να πετύχουμε μια μπαταριά χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
για να σου χαρίσουν μαντάτα καλά να 'χεις αγάπη μου λεφτά
 
ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους και θυσιάστηκες πατριωτικά
σου στέλνω μήνυμα μ' ένα ταμ ταμ να μαγειρεύεις με βιτάμ
ήσουνα γόησα κι έκανες μπαμ γι' αυτό σε ψάχνω στα χαμάμ
 
άδειο το βλέμμα σου κούφιες οι ώρες μας στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
συνηθισμένοι καθένας το ρόλο του κι η φαντασία μας έχει χαθεί
την ξεπουλήσατε στο γιουσουρούμ για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
την ξεπουλήσατε στο γιουσουρούμ για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
 
μία διαδήλωση δέκα μικρόφωνα και τα μεγαφώνα στη δια πασών
χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
ξεπουληθήκατε στο γιουσουρούμ για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
κι ο εαυτούλης σας πέταξε βζουμ ταρατάτα τζουμ, ταρατάτα τζουμ
 
ω εποχή μου θυμίζεις τον καίσαρα κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα τα τροχοφόρα με προσπερνούν
φεύγω και πάω να βρω στο μπανκόνγκ τον σύντροφό μου τον κινγκ κονγκ
μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκονκ μοιάζω με μπάλα του πινγκ πονγκ
 
μα σ' εκτελούνε με σφαίρες ντουμ ντουμ
σφαίρες ντουμ ντουμ, σφαίρες ντουμ ντουμ
κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ
ταρατάτα τζουμ για ένα κουστούμ
 

θάνος μικρούτσικος - νικόλας άσιμος

ο σταυρός του νότου - ο ξαναπές

γραμμές των οριζόντων

στο φαλιμέντο του κόσμου/ γιουσουρούμ

βασίλης παπακωνσταντίνου

1979 - 1982 - 1991 - 1992

 

Πίσω