καρυωτάκης

μουσική: μίκης θεοδωράκης                         στίχοι: κώστας γ. καρυωτάκης

1. υπόθηκαι

όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς
μπορούνε με χίλιους τρόπους
ρίξε τ' όπλο και σωριάσου πρυνής
όταν ακούσεις ανθρώπους
 
όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων ο θεός μαζί σου
ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου
 
κάποιον κράτησε τόπο μυστικό
στο πλατύ κόσμο μια θέση
όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό
του δίνουν όψη να αρέσει
 
του δινούν λόγια χρυσά που νικούν
με τη πειθό με το ψέμα
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα
 
όταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά
στην μπουτονιέρα σου φύλλο
 
άσε τα γύναια και το μαστωπό
λαόν σου ρώμε φιλύρα
σε βάραθρο πέφτωντας αγριωπό
κράτησε σκύπτρο και λύρα
 

2. δημόσιοι υπάλληλοι

οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στύλες δύο-δύο μέσα στα γραφεία
ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν
 
κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία
συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν διαβεβαιώνουν
 
και μονάχα η τιμή τους απομένει
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους
το βράδυ στις οχτώ, το βράδυ στις οχτώ
σαν κουρντισμένοι
 
παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους
σκέφτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι
οι καημένοι
 

3. για τη ζωή σου μου 'λεγες

για τη ζωή σου μου 'λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της
 
κι ενώ μια ουγρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπεί
ήλιος φαιδρός απ' τ΄ανοιχτό
ήλιος φαιδρός απ' τ' ανοιχτό
παράθυρο είχει μπει
 
για τη ζωή σου μου 'λεγες
για το χαμό της νιότης
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της
 

4. πάρε τα δώρα

πάρε τα δώρα της ψυχής σου να 'ρθεις
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου
στον κήπο μας αρρώστησε ο μάρτης
κι αρρώστησε ο μάρτης στην καρδιά μου
 
πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα
όλα θε να σ' αρέσουν έχω κόψει
το ρόδο που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας όψη
 
πάρε απαλά τον οίκτο σου να φτάσει
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη
στα μάτια σου το χέρι θα περάσει
το βραδινό μου δέος για ν' απαλύνει
 

5. μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί
μαραίνονται οι βερλέν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή
 
οι ουγκό με τιμωρίες την τρομερή
των ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε
μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
 
αν έζησαν οι πόε δυστυχισμένοι
κι αν οι μποτλέρ εζήσανε νεκροί
η αθανασία τους είναι χαρισμένη
κανένας όμως δεν ανιστορεί
 
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
στους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε
μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που'ναι
 
του κόσμου η καταχθόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούν αλύγιστοι κι ωχροί
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί
 
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή
μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
 
και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί
ποιος άδοξος ποιητής θέλω να πούνε
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
 

6. τι νέοι που φτάσαμεν εδώ;

τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμου
 
δώθε απ' το όνειρο και κείθε απ' τη γη
όταν απομακύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή
 
με μάτι βλέπουμε αδειανό
με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο πέρνουμε καθένας μοναχός
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο
 
νιώθουμε το άρρωστο κορμί που εβάρυνε σαν ξένο
υπό το φως από μακρυά η φωνή μας φτάνει αχός
η ζωή διαβαίνει πέρα στον ορίζοντα σειρήνα μα θάνατος
 
καθημερνό θάνατο και χολή μόνο
για μας η ζωή θα φέρει
όσο αν γελάει η αχτίδα του ήλιου
και οι αύρες πνέουνε
 
κι είμαστε νέοι και μας άφησε εδώ μια νύχτα
σ' ένα βράχο το πλοίο
τώρα που χάνεται στου απείρου την καρδιά
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε τι να 'χουν
 
που σβήνουμε όλοι
φεύγουμε έτσι νέοι
σχεδόν παιδιά
 

7. κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου

κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ' όνειρό μου
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά
κι αν σέρνομαι στα ακάθαρτα του δρόμου
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
 
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
κι ογραίνοντας στην άμμο το πρωί
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή
 
κι αν έχει πριν ανοίξει το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί
το λέυθερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι ας ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
 
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
κι ογραίνοντας στην άμμο το πρωί
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή
 
κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σαν βλέπω το μεγάλο μου ουρανό
 
η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
κι ογραίνοντας στην άμμο το πρωί
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι
μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή
 

8. η νύχτα μας εχώρισεν

η νύχτα μας εχώρισεν
απ' όσους αγαπάμε
πριν μας χωρίσει η ξενιτιά
να 'ναι όλοι εκεί στο μόλο
 
σφύρα καράβι αργήσαμε
κι αν φτάσουμε όπου πάμε
στάσου για λίγο αριστερά
σφύρα να φεύγουμε όλο

9. δρόμος

τώρα μακραίνουμε
πύργοι παλάτια
κλαίνε μου οι θύμισες
κλαίνε τα μάτια
 
τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει
μέσα μου ογκώνονται
οι άβραστοι πόνοι
 
μ' είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω
μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω
 
όσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου
στρεφοκοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου
 
μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες
αντιχαμόγελα
μες στους χειμώνες
 
μ' είδαν προσπέρασαν
όσοι αγαπάω
μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω
 
αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια
ήλιοι τα πρόσωπα
μάτια τ' αστέρια
 
είναι κι ανάμεσα
σ' όλα η αγάπη
στο πρώτο φίλημα
κόρη που εντράπει
 
κι όλο μακραίνουμε
πύργοι παλάτια
κλαίνε μου οι θύμισες
κλαίνε τα μάτια
 

10. αγάπη

δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν πλέον το κατάξερο ασφολίδι
πως μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης
πως εγελάσαν τα πικρά μου χείλη
 
σάμπως τα μάτια της να μου είπανε ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός ο μόνος
και λύγισα σαν αποτρύφερό της
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος
 

11. μπρούτζινος γύφτος

μπρούτζινος γύφτος τραλαλά
τρελλά πηδάει κει πέρα
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
 
και που 'χει τη γυναίκα
χτήμα του και βασίλειο
μπρούτζινος γύφτος τραλαλά
δίνει κλωτσιά στον ήλιο
 
μπρούτζινος γύφτος τραλαλά
τρελλά πηδάει κει πέρα
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
 
και που 'χει τη γυναίκα
χτήμα του και βασίλειο
 
μπρούτζινος γύφτος τραλαλά
τρελλά πηδάει κει πέρα
χαρούμενος που εδούλευε
τον μπρούτζον όλη μέρα
 

12. όλα τα πράγματά μου

όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να 'χω παθάνει προν από καιρούς
σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος
και γράφω με το δάχτυλο σταυρούς
 
ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό
έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό
 
όλα τα πράγματά μου αναθυμούνται
μιαν ώρα που περάσαμε μαζί
σ' εκείνη τα βιβλία μου λυσμονιούνται
σ' εκείνη το ρολόι ακόμα ζει
 
ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα
ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό
έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα
κι έμεινε το παράθυρο κλειστό
 
δεν ξέρω εδώ ποιος είναι τώρα ο τόπος
δεν ξέρω ποιος χαράζεις τους σταυρούς
κι όλα τα πράγματά μου έμειναν όπως
να 'χω παθάνει προν από καιρούς
 
κανένας ούτε ο ήλιος πια δεν μπαίνει
το ερημικό μου σπίτι αντιβοεί
στην ώρα εκείνη ακόμα που σημαίνει
αυτή μονάχα βράδυ και πρωί
 

καρυωτάκης

βασίλης παπακωνσταντίνου

1984

 

Πίσω